- χαλαράδα
- η, Νχαλαρότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλαρός + κατάλ. -άδα (πρβλ. αφηρημ-άδα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλαρότητα — η 1. η ιδιότητα του χαλαρού, χαλαράδα. 2. μαλακότητα, ηπιότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)